ναρκομανής

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

-ές
άτομο εθισμένο στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, τοξικομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + -μανής (θ. μαν- του μαίνομαι, πρβλ. αόρ. β' -μάν-ην), πρβλ. μορφινομανής].