ναρκώνω
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Greek Monolingual
(Α ναρκῶ, -όω) νάρκη
επιφέρω νάρκη, προκαλώ αναισθησία, αναισθητοποιώ
νεοελλ.
1. προκαλώ τάση για ύπνο, για λήθαργο
2. μτφ. προξενώ αποχαύνωση, αποχαυνώνω.