νεροκουβαλητής
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
Greek Monolingual
ο, θηλ. νεροκουβαλήτρα (Μ νεροκουβαλητής)
αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά και πώληση νερού
νεοελλ.
1. αυτός που κάνει βοηθητικές εργασίες υπηρετώντας κάποιον με δουλικό τρόπο
2. το θηλ. υδροφόρο πλοίο.