νεφελοδρόμος
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
Greek Monolingual
νεφελοδρόμος, -ον (Μ)
αυτός που βαδίζει πάνω από τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. -ο- + δρόμος.