νεφελοσκέπαστος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Greek Monolingual
-η, -ο
νεφελοσκεπής, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + σκεπάζω.
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
-η, -ο
νεφελοσκεπής, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + σκεπάζω.