νεφελοφόρος

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφελοφόρος Medium diacritics: νεφελοφόρος Low diacritics: νεφελοφόρος Capitals: ΝΕΦΕΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nephelophóros Transliteration B: nephelophoros Transliteration C: nefeloforos Beta Code: nefelofo/ros

English (LSJ)

νεφελοφόρον, bringing clouds, Lyd.Mag.3.32.

Greek (Liddell-Scott)

νεφελοφόρος: -ον, ὁ φέρων νεφέλας, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 32.

Greek Monolingual

νεφελοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει νεφέλες, που συγκεντρώνει νέφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -φόρος].