νεφελοφόρος

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφελοφόρος Medium diacritics: νεφελοφόρος Low diacritics: νεφελοφόρος Capitals: ΝΕΦΕΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nephelophóros Transliteration B: nephelophoros Transliteration C: nefeloforos Beta Code: nefelofo/ros

English (LSJ)

νεφελοφόρον, bringing clouds, Lyd.Mag.3.32.

Greek (Liddell-Scott)

νεφελοφόρος: -ον, ὁ φέρων νεφέλας, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 32.

Greek Monolingual

νεφελοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει νεφέλες, που συγκεντρώνει νέφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -φόρος].