νεώλκηση

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

η νεωλκώ
η εργασία της ανέλκυσης πλοίου από τη θάλασσα στην ξηρά και η τοποθέτησή του πάνω σε ειδική ναυπηγική σχάρα για επισκευή.