νηματουργός

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source

Greek Monolingual

ο
1. ειδικευμένος τεχνίτης ο οποίος ασχολείται με την κατασκευή και επεξεργασία νημάτων
2. ιδιοκτήτης ή διευθυντής νηματουργείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπ. Ζαμπέλιο].