νικάς

From LSJ

ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful

Source

Greek Monolingual

νικάς, -άδος, ή (Α)
μορφή, απεικόνιση της Νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. νεάς)].