νικάς

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

νικάς, -άδος, ή (Α)
μορφή, απεικόνιση της Νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. νεάς)].