ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven
η1. η περιβολή του τύπου της νομιμότητας σε παράνομη σχέση ή κατάσταση2. νομική στήριξη μιας κατάστασης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].