νοστιμίζω

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

1. νοστιμεύω
2. (το μέσ.) νοστιμίζομαι
(μτφ) γίνομαι κομψός, ωραίος.