νοστιμεύω

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

νοστιμεύω) νόστιμος
1. καθιστώ κάτι εύγευστο, νόστιμο («η ντομάτα νοστιμεύει το φαγητό»)
2. (για έδεσμα) αποκτώ ευχάριστη γεύση, γίνομαι νόστιμος («το φαγητό νοστίμεψε με το βούτυρο που έβαλες»)
νεοελλ.
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι κομψό, χαριτωμένο («πολύ τήν νοστιμεύει το καινούργιο της φόρεμα»)
2. (για πρόσ.) γίνομαι κομψός, χαριτωμένος, αποκτώ χάρη («η κοπέλα νοστίμεψε μεγαλώνοντας»)
3. (το μέσ.) νοστιμεύομαι
λαχταρώ κάτι, ποθώ πολύ κάτι ή κάποιον, λιμπίζομαι («τήν νοστιμεύεται από καιρό τώρα»)
μσν.
μτφ. ωφελώ κάποιον πνευματικά.