ντοματιά

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

και τοματιά, η ντομάτα
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού σολανόν το λυκοπερσικόν.