νυκτιβάτης
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
[ᾰ], ου, Dor. νυκτιβάτας, walking by night, Lyr.Alex. Adesp.19.7.
Greek Monolingual
νυκτιβάτης, ὁ (Α)
βλ. νυκτοβάτης.