νυκτογυρισμένος

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

νυκτογυρισμένος, -η, -ον (Μ)
αυτός που περιφέρεται τη νύχτα και διασκεδάζει, ξενύχτης.