νυκτωδία

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174

Greek Monolingual

η
1. νυχτερινό τραγούδι
2. μουσ. είδος μουσικής σύνθεσης με βραδύ ρυθμό, γλυκιά και μελαγχολική, αλλ. νοτούρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + -ωδία (< -ωδός < ᾠδή). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].