νυκτωδία

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

η
1. νυχτερινό τραγούδι
2. μουσ. είδος μουσικής σύνθεσης με βραδύ ρυθμό, γλυκιά και μελαγχολική, αλλ. νοτούρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + -ωδία (< -ωδός < ᾠδή). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].