ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young
-η, -ο νύχι1. αυτός που έχει μακριά και γαμψά νύχια2. το ουδ. ως ουσ. το νυχάτοείδος σταφυλιού, αλλ. αετονύχι ή νυχάκι.