νωθουρίς

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωθουρίς Medium diacritics: νωθουρίς Low diacritics: νωθουρίς Capitals: ΝΩΘΟΥΡΙΣ
Transliteration A: nōthourís Transliteration B: nōthouris Transliteration C: nothouris Beta Code: nwqouri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.

Greek Monolingual

νωθουρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το φυτό βαλλωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. του νωθής «ατάραχος, ήρεμος» + οὐρά. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του].