ξανθαίνω

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

ξανθός
1. δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, μεταβάλλω κάτι σε ξανθό
2. τηγανίζω ή ψήνω κάτι ώσπου να πάρει ξανθό χρώμα
3. (αμτβ.) γίνομαι ξανθός, παίρνω ξανθό χρώμα.