ξανθαίνω

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

ξανθός
1. δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, μεταβάλλω κάτι σε ξανθό
2. τηγανίζω ή ψήνω κάτι ώσπου να πάρει ξανθό χρώμα
3. (αμτβ.) γίνομαι ξανθός, παίρνω ξανθό χρώμα.