εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
ξανθός1. δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, μεταβάλλω κάτι σε ξανθό2. τηγανίζω ή ψήνω κάτι ώσπου να πάρει ξανθό χρώμα3. (αμτβ.) γίνομαι ξανθός, παίρνω ξανθό χρώμα.