ξεγοφιάζω

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

και ξεγκοφιάζω
1. εξαρθρώνω, βγάζω τον γοφό κάποιου
2. (κατ' επέκτ.) υποβάλλω κάποιον σε βαριές δουλειές, κουράζω κάποιον υπερβολικά, καταπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + γοφός].