κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
και ξεγκοφιάζω
1. εξαρθρώνω, βγάζω τον γοφό κάποιου
2. (κατ' επέκτ.) υποβάλλω κάποιον σε βαριές δουλειές, κουράζω κάποιον υπερβολικά, καταπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + γοφός].