ξεγοφιάζω

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source

Greek Monolingual

και ξεγκοφιάζω
1. εξαρθρώνω, βγάζω τον γοφό κάποιου
2. (κατ' επέκτ.) υποβάλλω κάποιον σε βαριές δουλειές, κουράζω κάποιον υπερβολικά, καταπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + γοφός].