ξεκινώ

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

-άω
1. κινώ να πάω, εκκινώ, αναχωρώ για κάπου («ξεκινάει μια ψαροπούλα...»)
2. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω («κι εις τούτο μ' εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-κινῶ (αόρ. ἐξ-εκίνησα), με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξε-)].