Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψαροπούλα

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527

Greek Monolingual

η, Ν
1. κόρη ψαρά
2. ψαρόβαρκα («ξεκινάει μια ψαροπούλα...», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλώ, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για συγκεκομμένο τ. του ψαροβαρκοπούλα (< ψάρι [Ι] + βάρκα + -πούλα)].