ξεμυτίζω

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

και ξεμυτώ, -άω
1. προβάλλω έξω
2. εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + μύτη.