ξενόδουλος

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

-η, -ο
1. υποταγμένος στους ξένους
2. αυτός που μιμείται δουλικά τους ξένους ή τις ξενικές συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δούλος].