ξεπάγιασμα

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

το ξεπανιάζω
1. το αποτέλεσμα του ξεπαγιάζω, πάγωμα από πολύ κρύο
2. σφοδρό ψύχος, πολύ κρύο
3. στον πληθ. τα ξεπαγιάσματα
τα χείμετλα, οι χιονίστρες.