ξερόψωμο

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek Monolingual

το
1. ψωμί ξερό, μπαγιάτικο
2. ψωμί που τρώγεται μόνο, χωρίς άλλο προσφάγι.