ξυλάλευρο

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek Monolingual

το
χημ. προϊόν λεπτότατου διαμερισμού του ξύλου, λεπτή σκόνη ξύλου που παράγεται με άλεση ή συντριβή απορριμμάτων της ξυλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξένου όρου, πρβλ. γαλλ. farine de bois].