ξυλόστρωτος

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

-η, -ο
1. επενδεδυμένος με ξύλο
2. το ουδ. ως ουσ. το ξυλόστρωτο
δάπεδο ή τοίχος επενδεδυμένος με ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + -στρωτος (< στρώνω), πρβλ. λίθό-στρωτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].