ξυπνός

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ξύπνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξυπνώ (πρβλ. δύστυχος: δυστυχώ)].