ξυσιματιά

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source

Greek Monolingual

η
ξυσιά, ίχνος από ξύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύσιμο, -ατος + κατάλ. -ιά (πρβλ. κεντηματιά)].