ξυσιά

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source

Greek Monolingual

η
1. ίχνος από ξύσιμο που μένει σε μια επιφάνεια με την επενέργεια ενός αιχμηρού οργάνου, το ξύσιμο, η ξυσιματιά
2. το ξύσιμο ενός αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ- του ξύνω, πρβλ. αόρ. έ-ξυσ-α + κατάλ. -ιά (πρβλ. φτυσιά)].