ξυσιματιά

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η
ξυσιά, ίχνος από ξύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύσιμο, -ατος + κατάλ. -ιά (πρβλ. κεντηματιά)].