ξυστηρίδιον
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
τό, Dim. of ξυστήρ, Phryn. PS p. 88B.
Greek Monolingual
ξυστηρίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του ξυστήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστήρ + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λουτηρίδιον)].