ξυστηρίδιον
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
τό, Dim. of ξυστήρ, Phryn. PS p. 88B.
Greek Monolingual
ξυστηρίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του ξυστήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστήρ + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λουτηρίδιον)].