ξόρκι

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source

Greek Monolingual

το
1. επωδή
2. εξορκισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξορκίζω (πρβλ. ξοδιάζω: ξόδι)].