ογκομετρία

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

η
η μέτρηση τών όγκων, η ογκομετρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθετο (< όγκος (Ι) + -μετρία < μέτρο)].