Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ογκοποιώ

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ὀγκοποιῶ, -έω (Α)
1. εξογκώνω, φουσκώνω, προσδίδω ύψος στον λόγο
2. φουσκώνω τα μαλλιά, αυξάνω τον όγκο τους χρησιμοποιώντας διάφορα στολίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -ποιῶ (< -ποιός)].