ογκοποιώ

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

ὀγκοποιῶ, -έω (Α)
1. εξογκώνω, φουσκώνω, προσδίδω ύψος στον λόγο
2. φουσκώνω τα μαλλιά, αυξάνω τον όγκο τους χρησιμοποιώντας διάφορα στολίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -ποιῶ (< -ποιός)].