μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
ὀγκόμασθος, -ον (Μ)αυτός που έχει ογκώδεις μαστούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + μασθός.