ογκόμασθος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ὀγκόμασθος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ογκώδεις μαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + μασθός.