ὀγκόμασθος

From LSJ

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκόμασθος: -ον, ὁ ὀγκώδης, μεγάλους ἔχων μαστούς, Ἰω. Μαλαλ. 134.