γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
ὀδυνώδης, -ῶδες (Α) οδύνηο πλήρης οδύνης, οδυνηρός («ἡ γαστὴρ ὀδυνώδης νίνεται», Ιπποκρ.). επίρρ...ὀδυνωδῶς (Α)με πόνο, με οδύνη, οδυνηρά.