οδόστρωμα
From LSJ
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
Greek Monolingual
το
στρώμα της επιφάνειας οδού το οποίο είναι κατασκευασμένο από υλικά ανθεκτικά στις διάφορες καιρικές συνθήκες καθώς και στις καταπονήσεις από το βάρος τών πεζών και τών οχημάτων που κυκλοφορούν πάνω σε αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + στρῶμα, μέσω αμάρτυρου οδοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Παντζείρη].