οθνείος
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ὀθνεῖος, -α, -ον, Α θηλ. και -ος)
ξένος, ξενικός, αλλογενής, αλλοδαπός, αλλοεθνής (α. «οθνεία έθιμα» — έθιμα, ξενικά, κατ' απομίμηση ξένων
β. «ὀθνεῖος ἤ σοὶ συγγενὴς γεγῶσά τις», Ευρ.)
αρχ.
1. υπερβολικός, παράδοξος, ασυνήθιστος, μη κανονικός («ὀθνεία ποιότης», Γαλή ν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀθνεῖαμάταια, αλλότρια».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. έθνος].