οινοπνευματούχος
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α
αυτός που περιέχει οινόπνευμα, αλκοολούχος («οινοπνευματούχα ποτά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + -οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].