οινοπνευματούχος

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
αυτός που περιέχει οινόπνευμα, αλκοολούχος («οινοπνευματούχα ποτά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + -οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].